- γλιστεράδα
- η гладкость, скользкость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλιστεράδα — και γλιστράδα, η το να είναι κάτι γλιστερό, η ολισθηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. γλιστεράδα < γλιστερός ο τ. γλιστράδα < γλιστεράδα με συγκοπή τού άτονου ε ] … Dictionary of Greek
γλιστράδα — η βλ. γλιστεράδα … Dictionary of Greek
γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
ολισθηρότητα — η το να είναι κάτι ολισθηρό, γλιστεράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολισθηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα] … Dictionary of Greek
όλισθος — ὄλισθος, ὁ (Α) 1. η ολισθηρότητα, η γλιστεράδα («ἡ ἄνοδος ἐπὶ πολὺ καὶ ἀνάντης καὶ ὄλισθον ἔχουσα», Λουκιαν.) 2. το ολίσθημα, το γλίστρημα 3. παράπτωμα, σφάλμα 4. τάση για αμαρτία 5. παγίδα 6. είδος ψαριού με λείο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ.… … Dictionary of Greek